ἀφιλοσόφητος

ἀφιλοσόφητος
ἀφιλοσόφητος
not versed in philosophy
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αφιλοσόφητος — η, ο (AM ἀφιλοσόφητος, ον) αυτός που δεν έχει ασκηθεί στη φιλοσοφία, που δεν κατέχει τη φιλοσοφία νεοελλ. 1. εκείνος που δεν εμβαθύνει στην ουσία των πραγμάτων 2. (για πράξη) που γίνεται δίχως περίσκεψη μσν. ο χωρίς φιλοσοφική σπουδαιότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • αφιλοσόφητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει φιλοσοφική μόρφωση, ο άμοιρος φιλοσοφίας: Στη δουλειά του μπορεί να ναι καλός, γενικότερα όμως είναι αφιλοσόφητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφιλοσόφητον — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem acc sg ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοσοφήτοις — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφιλοσόφητοι — ἀφιλοσόφητος not versed in philosophy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”